Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ - ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΟΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΕΣ - ΕΡΓΑΣΙΕΣ - ΕΥΧΕΣ ΜΑΣ
Είναι απίστευτο το πόσα πράγματα μπορεί κανείς να δημιουργήσει, παρέα με τα παιδιά, ακόμα και με τα πιο ευτελή υλικά που υπάρχουν στο σπίτι. Εδώ θα δείτε τις χειροτεχνίες, τις κατασκευές και τις εργασίες που δίνουν χαρά και γεμίζουν δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο των παιδιών!
Ένα μεγάλο μπράβο σε όλους σας!!
Μία όμορφη Φάτνη από την Μαγδαληνή και την μαμά Αναστασία!!
Ο ΑΡΙΘΜΟΣ 7
1η Διαφάνεια
Ένα παραμύθι για τον αριθμό 7
2η Διαφάνεια
Σε εκείνο το μακρινό αλλά όμορφο χωριό, το 1, το 2, το 3, το 4, το 5 και το 6, ζούσαν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Ο Χειμώνας είχε μπει για τα καλά και τον περισσότερο χρόνο τους τον περνούσαν μέσα στο σπίτι. Τα 6 δώρα τα είχαν βάλει κάτω από το δέντρο που είχαν στολίσει στην αυλή. Θα τα άνοιγαν την Πρωτοχρονιά.
3η Διαφάνεια
Καμιά φορά πήγαιναν βόλτα με το έλκηθρο και τα 6 ελαφάκια. Εκείνη τη μέρα αποφάσισαν να πάνε στο κοντινό βουνό. Τους άρεσε να αγναντεύουν τη θέα αλλά περισσότερο τους άρεσε να βλέπουν τον ήλιο να ανατέλλει . Όταν έφτασαν, άκουσαν κάποιον να φωνάζει: «Βοήθειαααα!!!». Αμέσως κατέβηκαν από το έλκηθρο και έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει.
Τότε είδαν έναν σκιέρ να χάνει την ισορροπία του και να πέφτει από ψηλά. Κατρακύλησε, μέχρι που σταμάτησε ακριβώς μπροστά τους. Φυσικά τον βοήθησαν να σηκωθεί.
5η Διαφάνεια
«Χτύπησες;» ρώτησε το 1.
«Πονάς;» ρώτησε το 2.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε το 3.
«Πως βρέθηκες εδώ στα μέρη μας;» ρώτησε το 4.
«Είσαι μόνος σου;» ρώτησε το 5.
«Τον ζαλίσατε με τις ερωτήσεις σας τον άνθρωπο. Δεν βλέπετε ότι πονάει. Αφήστε τον να μας μιλήσει.» είπε το 6.
Και ο σκιέρ είπε:
«Είμαι το 7 ο αθλητής
μπορεί να πονάω μα είμαι μαχητής
Κάνω προπόνηση πώς να το πω
το πρώτο βραβείο θέλω εγώ.
Να περπατήσω τώρα δεν μπορώ.
Αχ, τι θα κάνω θα παγώσω εδώ!»
« Θα σε βοηθήσουμε εμείς, μην στενοχωριέσαι» είπε το 6.
«Μένουμε εδώ κοντά» είπε το 5.
« Μπορείς να μείνει μέχρι να γίνεις καλά και να μπορείς να προπονηθείς» είπε το 4.
«Ναι, ναι , να μείνεις σε μας» είπαν μαζί το 1, το 2 και το 3.
«Είστε πολύ καλοί. Να πάμε να πάρουμε και το σακίδιο μου που το άφησα κοντά στη γέφυρα» είπε το 7.
7η Διαφάνεια
Οι 6 φίλοι βοήθησαν το 7 να ανέβει στο έλκηθρο , και ξεκίνησαν για τη γέφυρα.
Πράγματι κοντά στη γέφυρα το 7 είχε αφήσει το σακίδιο του που ήταν τεράστιο. « Τι να έχει μέσα;» σκέφτηκε το 3 που ήταν λίγο περίεργο αλλά αυτή τη φορά δε ρώτησε.
9η Διαφάνεια
Με μεγάλη δυσκολία φόρτωσαν το τεράστιο σακίδιο στο έλκηθρο και ξεκίνησαν. Ήταν πολύ βαρύ το έλκηθρο τώρα και για τα ελαφάκια. Έτσι κατέβηκαν όλοι εκτός από το 7 και έσπρωχναν το έλκηθρο .
10η Διαφάνεια
Τα κατάφεραν και έφτασαν στο μεγάλο κτήμα. Αφού περιποιήθηκαν τον ξένο, κοιμήθηκαν αμέσως, γιατί ήταν πολύ κουρασμένοι. Την επόμενη μέρα το 7 δεν πονούσε καθόλου και ήταν έτοιμο να συνεχίσει την προπόνηση. Το 3 δεν άντεξε άλλο και ρώτησε: «Τι έχεις μέσα στον τεράστιο σάκο;»
11η Διαφάνεια
Και το 7, έβγαλε μέσα από τον σάκο του 7 ζευγάρια σκι και 7 ζευγάρια παγοπέδιλα.
«Θέλετε να μου κάνετε παρέα; Η προπόνηση είναι πιο διασκεδαστική με παρέα.» είπε το 7.
«Μα εμείς δεν ξέρουμε ούτε σκι, ούτε παγοπέδιλα να κάνουμε» είπε το 5.
«Θα σας μάθω εγώ . Εσείς με βοηθήσατε, τώρα θα κάνω κι εγώ κάτι για εσάς» είπε το 7.
Και οι 6 φίλοι, το 1, το 2, το 3, το 4, το 5 και το 6 σκέφτηκαν εκείνη τη στιγμή ακριβώς το ίδιο και είπαν όλοι μαζί:
«Εφτά, θέλεις να μείνεις μαζί μας στο κτήμα; Είναι μεγάλο και χωράει κι εσένα και άλλους πολλούς.»
Το 7 ενθουσιάστηκε γιατί το μέρος ήταν το καλύτερο για τα αθλήματα που έκανε, αλλά περισσότερο γιατί είχε βρει καινούριους φίλους.
Έτσι όλοι μαζί πήγαιναν για σκι. Σιγά σιγά τα κατάφεραν γιατί το 7 ήταν εκπληκτικός δάσκαλος.
13η Διαφάνεια
Άλλες φορές πήγαιναν για πατινάζ στην παγωμένη λίμνη. Περνούσαν τέλεια!
14η Διαφάνεια
Και στο κτήμα όλα επταπλασιάστηκαν. Τώρα τα σπιτάκια έγιναν 7, είχαν 7 ζευγάρια σκι και 7 ζευγάρια παγοπέδιλα. Πήραν και 1 δώρο για το 7 που θα άνοιγαν όλοι μαζί την Πρωτοχρονιά και έτσι και τα δώρα έγιναν 7. Τα ελαφάκια όμως τι απέγιναν;
Στον στάβλο όπου ξεκουράζονταν, τώρα πια, δεν ήταν 6 τα ελαφάκια. Και ξέρετε γιατί;
Η εικόνα όλα θα σας τα πει!
Και ο καιρός περνούσε όμορφα σε εκείνο το μακρινό αλλά πανέμορφο χωριό. Και όλοι ήταν χαρούμενοι γιατί ήταν αγαπημένοι.
ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ 1-10- ΠΑΡΑΜΥΘΙ - Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΛΙΩΣΕΙ
"Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΛΙΩΣΕΙ"
Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο πάνω στο βουνό κι ένας τέτοιος καιρός άρεσε πολύ στο χιονάνθρωπο. Μα κάποιος αγριοκούνελος τον πληροφόρησε πως σε λίγο θα τελείωνε ο χειμώνας, θα ‘ρχότανε η άνοιξη με τον ήλιο της και το χιόνι θα ‘λιωνε.
«Πού να πάω για να σωθώ;» ρώτησε ο χιονάνθρωπος τον αετό.
Αυτός άπλωσε τη φτερούγα του και του έδειξε κατά το βοριά. Βρήκε ο χιονάνθρωπος ένα ζευγάρι παλιά ξεχασμένα πέδιλα του σκι, τα φόρεσε και κίνησε προς τα εκεί που του έδειξε ο αετός. Έφτασε σε μια πολιτεία, τον είδανε τα παιδιά που παίζανε στην πλατεία, τον πήρανε μαζί τους.
«Δες τα μάτια του!» φώναξε η Κατερίνα. «Τι αστεία χέρια που έχει!» γέλασε ο Στέφανος.
Κι ο Κωστής τού κόλλησε ένα καπάκι από κόκα κόλα για στόμα. Ο χιονάνθρωπος διασκέδαζε με τα καμώματα των παιδιών, μα δεν ξεχνούσε πως έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του. Σαν νύχτωσε, λοιπόν, κι άδειασε η πλατεία, πήρε πάλι τους δρόμους.
«Από εδώ πάνε για το βοριά;» ρώτησε ένα λεωφορείο. «Πήγαινε στο λιμάνι και τα καράβια θα σου πούνε!» του απάντησε το λεωφορείο. Ο χιονάνθρωπος έψαξε για το λιμάνι, το βρήκε, είδε τ’ αραγμένα καράβια, τα ρώτησε αν ξέρουν πώς πάνε στα βορινά.
«Θα σε πηγαίναμε εμείς, μα έχει τρικυμία αυτές τις μέρες και δε σαλπάρουμε», τον απογοήτεψαν τα καράβια.
«Και τώρα, τι θα κάνω;» δάκρυσε ο χιονάνθρωπος κι έκανε μια γκριμάτσα και ξεκόλλησε το καπάκι της κόκα κόλα κι έμεινε ξανά χωρίς στόμα. Τον είδε έτσι λυπημένο μια βαρκούλα - ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ τη λέγανε.
«Άντε να σε πάω εγώ!» του είπε κι ο χιονάνθρωπος καταχάρηκε. Βολεύτηκε κάπου στην πλώρη κι ανοίχτηκαν στο πέλαγο. Η φουρτούνα ήταν δυνατή. Να κάτι θεόρατα κύματα χτυπάγανε τη βάρκα κι έτριζαν τα γέρικα ξύλα, «κριτς!», ράγισε το σκαρί.
Μπήκαν νερά. Πάει, βούλιαξε η ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ, βρέθηκε στο βυθό ο χιονάνθρωπος. Τον είδανε τα ψάρια, τα μικρά τρομάξανε, τα πιο μεγάλα ξαφνιαστήκανε. Ήταν κι ένας καρχαρίας π’ όρμηξε και, «χαπ!» έκοψε ένα κομμάτι από την κοιλιά του χιονάνθρωπου.
Μα ήταν παγωμένη η μπουκιά και του πονέσανε οι αμυγδαλές και το 'βαλε στα πόδια ο καρχαρίας. Ο χιονάνθρωπος κοιτούσε γύρω με τα δυο κουκουναρομάτια του, κοιτούσε και χάζευε τα ψάρια, τα φύκια, τα όστρακα και τα κοχύλια. Μετά, άρχισε να λιώνει.
«Βοήθεια!» φώναξε, αλλά δεν υπήρχε κανείς στο βυθό που θα μπορούσε να τον σώσει. Έλιωσε, λοιπόν, κι έγινε νερό. Ένα αυλάκι παγωμένο, που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος. Πέρασαν πολλές μέρες, πέρασαν μήνες και το νερό αυτό που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος, βρέθηκε σε μιαν άλλη παραλία. Το έριξαν τα κύματα στα βράχια, κύλησε σε μια λακκούβα κι έμεινε εκεί.
Βγήκε ο ήλιος και το ζέστανε, το έκανε μικρές σταγόνες, π’ ανασηκώθηκαν ψηλά, μέχρι τον ουρανό φτάσανε, ενώθηκαν όλες μαζί, φτιάξανε ένα σύννεφο. Ο άνεμος έσυρε μαζί του το σύννεφο, το έφερε πάνω από το βουνό το χιονισμένο, απ’ όπου ο χιονάνθρωπος είχε ξεκινήσει, κι εκεί το σύννεφο έπεσε σαν χιόνι πάνω στην κορυφή.
Κάτι περαστικοί ορειβάτες άρχισαν το χιονοπόλεμο και μετά φτιάξανε ένα χιονάνθρωπο. Του βάλανε δυο κουκουνάρια για μάτια, ένα βελανίδι για μύτη, δυο ξερά κλαριά από πεύκο για χέρια. Μετά φύγανε και ξεχάσανε το στόμα.
Μα αυτό δε στεναχώρησε το χιονάνθρωπο. Ήταν τόσο χαρούμενος που δε χάθηκε ούτε στην πλατεία, ούτε στη μανιασμένη θάλασσα, ούτε και στο βυθό με τα κοχύλια του, τα ψάρια του κι εκείνον τον απαίσιο, τον κακό καρχαρία του.
src="https://drive.google.com/file/d/1U93TW3kdNI0tMeej1Y0OTSAAcTv9QfwH/preview" width="640">