"Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΛΙΩΣΕ ΠΟΤΕ"
«Γιαγιά, κοίτα! Χιονίζει!» γύρισε και είπε στην γιαγιά του που καθόταν κοντά στο αναμμένο τζάκι και έπλεκε. «Μόλις το στρώσει, θα φωνάξω τα παιδιά να φτιάξουμε ένα χιονάνθρωπο!» είπε και χτύπησε τα χέρια του χαρούμενος. «Έτσι που χιονίζει, γρήγορα θα το στρώσει, Δημήτρη μου», του απάντησε εκείνη.
Το χιόνι είχε σκεπάσει κιόλας δρόμους, σπίτια, δέντρα, λουλούδια μ' ένα κατάλευκο απαλό χαλί! Τα πάντα έμοιαζαν μαγικά! Με ανυπομονησία περίμενε ο Δημήτρης να περάσει η ώρα, και χωρίς να περιμένει άλλο, βγήκε έξω να χαρεί το χιόνι και να φωνάξει τα παιδιά να παίξουνε.
«Ελάτε, ελάτε να παίξουμε...». Τα παιδιά έτρεξαν στο χιόνι, κυλίστηκαν, έπαιξαν χιονοπόλεμο. Γέμισε η γειτονιά γέλια... Ο Δημήτρης έριξε την ιδέα για να φτιάξουν ένα χιονάνθρωπο και όλα μαζί άρχισαν να μαζεύουν χιόνι...
Για να κάνουν το σώμα του έφτιαξαν μια μεγάλη στρογγυλή μπάλα και μια πιο μικρή για το κεφάλι. Για τα μάτια του έφερε από το τζάκι τους δυο κάρβουνα, ο Δημήτρης. Ένα καρότο για τη μύτη του, ο Γιάννης και η Έρρικα, μια παλιά σκούπα από το σπίτι. Ο Νίκος έφερε ένα κόκκινο σκούφο που είχε, και η Αγγελική ένα κασκόλ, που το τύλιξαν στο λαιμό του για να μην κρυώνει...
«Παιδιά, δεν είναι ο ομορφότερος χιονάνθρωπος του κόσμου;» πετάχτηκε ο Λεωνίδας. «Μόνο είναι κρίμα που θα λιώσει, μόλις βγει ο ήλιος...».
«Όχι! Όχι! Δεν θέλω να λιώσω!» φώναξε με όση δύναμη είχε μέσα του ο χιονάνθρωπος. «Θέλω να μείνω έτσι όμορφος, για πάντα!» Σαν να διάβασαν τη σκέψη του τα παιδιά κι αποφάσισαν να βρουν έναν τρόπο να μην λιώσει ο χιονάνθρωπός τους...
«Λέω να τον βάλουμε στο ψυγείο!» είπε η μικρή Έρρικα.
«Τι λες; Πώς θα χωρέσει στο ψυγείο; Και εξάλλου, εκεί έχουμε τα τρόφιμα! Πού θα τον βάλουμε; Να βρούμε ένα μεγάλο ψυγείο; Ναι! Αλλά πού;».
Έσπαζαν το μυαλουδάκι τους για να βρούνε ένα μέρος για το χιονάνθρωπό τους. Γεμάτος αγωνία, παρακολουθούσε εκείνος τα παιδιά!
«Εύρηκα!!!» πετάχτηκε χαρούμενος ο Δημήτρης. «Τι; Τι;» πεταχτήκανε όλα.
«Θα το πω στον πατέρα μου, που είναι καπετάνιος. Να τον βάλει σ' εκείνα τα μεγάλα ψυγεία και να πάει να τον αφήσει στο Βόρειο Πόλο!».
«Μαααα, δε θα τον βλέπουμε εμείς;» είπανε με ένα στόμα όλα. Ο Δημήτρης, σαν πιο μεγάλος από όλα, τους είπε: «Tι θέλετε, να τον κρατήσουμε και να λιώσει ή να μείνει για πάντα έτσι ευτυχισμένος;».
«Ναι! Ναι! Θέλω να μείνω για πάντα έτσι ευτυχισμένος!» φώναξε πάλι ο χιονάνθρωπος.
«Όχι! Να μη λιώσει! Ας είναι μακριά μας... Θα είναι πολύ χαρούμενος!».
Βγήκε η απόφαση... Και δεν θα το πιστέψετε, παιδιά! Ο πατέρας του Δημήτρη φόρτωσε το χιονάνθρωπο, και στο ταξίδι που έκανε στην Αλάσκα άφησε τον χιονάνθρωπο μας στους πάγους!
Έτσι, όποιο καράβι περάσει από εκείνο το παγωμένο σημείο της γης, θα δει έναν ευτυχισμένο χιονάνθρωπο, με κόκκινο σκούφο και πλεκτό κασκόλ!
- Χιονάνθρωπο πάμε να φτιάσουμε,
ελάτε, παιδιά, να γελάσουμε!
Να τ’ ανθρωπάκι! Καπέλο φαρδύ,
πούρο στο στόμα, στο χέρι ραβδί,
είν’ όλο πόζα και μεγαλείο!
Ήλιε μην κάνεις κανέν’ αστείο…
Δέστε! Θαρρώ μας γελά πονηρά.
Μα βγήκε ο ήλιος… Τι συμφορά!
Και τ’ ανθρωπάκι πια δε γελάει
Δάκρυσε λίγο, έλιωσε, πάει…
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ
(Corinne Albaut/Michel Boucher)
Στο βορρά, στη Νορβηγία,
μες στα χιόνια και στα κρύα
ζει ένας νάνος από χιόνι
που ποτέ ποτέ δε λιώνει.
Γιατί εκεί όλο χιονίζει
κι ο αέρας στροβιλίζει
τις νιφάδες από χιόνι.
Ξέρεις τι σκέφτομαι, λοιπόν;
Είν’ η τύχη του βουνό,
αφού ζει στη Νορβηγία
μες στα χιόνια και στα κρύα.
Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ
(Έλλη Αλεξίου)
Πιπεριά για μύτη
κάρβουνα για μάτια
για τα δυο του χέρια
ξύλα δυο κομμάτια.
Να, και για καπέλο
μια παλιοκανάτα,
κοντοστρουμπουλάτος
σα χοντροπατάτα.
Όσοι θα περνούνε
και θα τον κοιτάζουν
θα χαμογελούνε...
και θα τον... θαυμάζουν.
Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ
(Ρούλα Σμαραγδάκη)
Χιονάνθρωπο θα κάνουμε
τώρα που το ’χει στρώσει,
τι κι αν τ’ αυτιά κοκκίνισαν
κι η μύτη έχει παγώσει;
Δουλειά αμέσως πιάσαμε
και φτιάξαμε το σώμα
και μια πίπα με καπνό
του βάλαμε στο στόμα.
Έχει στα μάτια κάρβουνο
στη μύτη έχει καρότο,
κοιλίτσα έχει στρογγυλή
και σκούφο έχει πρώτο.
ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου