Ο μύθος της Αμυγδαλιάς
Ήταν κάποτε στη Θράκη, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς, η οποία ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα επέστρεφε από την Τροία.
Παντρεύτηκαν αλλά μετά από λίγο καιρό ο νεαρός Αθηναίος νοστάλγησε την πατρίδα του και η ερωτευμένη πριγκίπισσα μην αντέχοντας να τον βλέπει στεναχωρημένο, τον άφησε να γυρίσει πίσω και αν την αγαπούσε πραγματικά θα ξαναγύριζε και τότε θα ήταν πραγματικά και ειλικρινά δικός της.
Έτσι κι έγινε, και η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της για χρόνια ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της. Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της την μεταμόρφωσαν σε δέντρο για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της. Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο, που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.
Έτσι κι έγινε, και η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της για χρόνια ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της. Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της την μεταμόρφωσαν σε δέντρο για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της. Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο, που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.
Έλεγαν λοιπόν ότι μετά από χρόνια και όταν ο Δημοφώντας επέστρεψε στη Θράκη βρήκε την αγαπημένη του και πιστή γυναίκα, όχι περιστοιχισμένη από μνηστήρες αλλά ένα ξερό δέντρο δίχως φύλλα στη μέση του παγωμένου τοπίου. Απελπισμένος και γεμάτος τύψεις αγκάλιασε τον κορμό της και τότε εκείνη πλημμύρισε ανθούς στη μέση του χειμώνα νικώντας το θάνατο.
Οι στίχοι έχουν ως εξής:
ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ
Στο περιβόλι η μυγδαλιά
νυφούλα ξεπροβάλλει.
Τη χειμωνιά περιφρονεί
πρώτη ανθίζει πάλι.
Μα ο βοριάς τη μάλωσε:
«Πώς τόλμησες ν’ ανθίσεις,
άμυαλη κι ανυπόμονη,
χωρίς να με ρωτήσεις;»
- Κι αν σε ρωτήσω, αγέρι μου,
πάλι θα μ’ αψηφήσεις
και τ’ άνθη μου, τα κάλλη μου
στις στράτες θα σκορπίσεις!
- Τι κι αν χαθούν τα κάλλη σου
κι η τρυφερή ομορφιά σου;
Το μήνυμα της άνοιξης
το στείλαν τα κλαδιά σου!
Μεταξία Φωτίου
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, εκεί που ο ήλιος έχει ανθρώπινη φωνή και ο άνεμος συνομιλεί με τα δέντρα και τα βουνά, φύτρωσε μια μυγδαλιά. Κάθε φορά που η άνοιξη επέστρεφε από το μακρινό της ταξίδι, η μυγδαλιά ήταν εκεί για να την προϋπαντήσει. Όλον τον χειμώνα τα κλαδιά της ικέτευαν κάθε πρωί το δειλινό, σαν γυμνά χέρια, για μια μεγάλη αγκαλιά κι όλα τα πουλιά που είχαν απομείνει πίσω μαλώνανε ποιο θα πρωτοκαθίσει πάνω τους. Ήταν μια υπέροχη εικόνα! Πράγματι η αγκαλιά της μυγδαλιάς ήταν τόσο ζεστή και μεγάλη, που όλους τους χωρούσε. Ακόμα και τον γέρο-κορυδαλλό που ενώ συνήθιζε να φτιάχνει τη φωλιά του στο χώμα, πάντα έβρισκε παρηγοριά στα κλαδιά της. Οι κότσυφες πρώτοι και καλύτεροι της τραγουδούσαν και τα σπουργίτια δανείζονταν καμιά φορά λίγο από το χρώμα της, όταν το πολύ κρύο χλώμιαζε τα φτερά τους.
Και τα παιδιά της Πούλιας, τα πιο μικρά αστεράκια, όταν το έσκαγαν από τον ουρανό, στη μυγδαλιά ξεχνιόντουσαν φωτίζοντας με τα φαναράκια τους τις νύχτες. Μια νύχτα του χειμώνα, διαφορετική από όλες τις άλλες, το φεγγάρι κάνοντας την καθημερινή του βόλτα, είδε τη μυγδαλιά. Κοντοστάθηκε. Χαμήλωσε και της ψιθύρισε τα μυστικά του. "Κουράστηκα", είπε λυπημένο. "Κάθε μέρα το ίδιο ταξίδι, κάθε νύχτα ακούω τον πόνο των ερωτευμένων, δείχνω τον δρόμο στους μοναχικούς διαβάτες και φτιάχνω μονοπάτια στη θάλασσα για τους ναυτικούς. Νιώθω να με κοιτούν εκατομμύρια μάτια, θέλω επιτέλους να βρω μια γωνιά να κρυφτώ, να ησυχάσω για λίγο". Η μυγδαλιά άνοιξε τότε διάπλατα την αγκαλιά της και έκρυψε το φεγγάρι. "Εδώ μπορείς να μείνεις για πάντα", αποκρίθηκε. Και το φεγγάρι αφέθηκε στα χέρια της και αποκοιμήθηκε. Είδε τα πιο όμορφα όνειρα εκείνη τη νύχτα. Ο άνεμος παρατήρησε πως ήταν πιο μεγάλο και φωτεινό από κάθε άλλη φορά. Η μυγδαλιά αγάπησε πολύ το φεγγάρι. Το έσφιξε τρυφερά και απαλά από φόβο μην το πληγώσει. Τα πουλιά τότε μαζεύτηκαν γύρω τους και τραγούδησαν ένα υπέροχο νανούρισμα. Έμοιαζε σαν να είχαν κατέβει άγγελοι από τον ουρανό και η νύχτα ήταν τόσο γλυκιά. Όλη η πλάση γαλήνεψε και αφέθηκε στο τραγούδι των πουλιών. Σαν χάραξε, το φεγγάρι ετοιμάστηκε για την επιστροφή του στον ουρανό.
-Πού πας; ρώτησε θλιμμένη η μυγδαλιά.
-Έχω τόσες υποχρεώσεις. Όλοι από μένα περιμένουν. Δες! Ο ήλιος δεν βγαίνει αν δεν φύγω και τα αστέρια νύσταξαν και θέλουν να κοιμηθούν. -Μείνε, γιατί σ 'αγαπώ. -Πρέπει να φύγω. Δεν μπορείς να έρθεις μαζί μου; -Μα εγώ είμαι ένα δέντρο, είπε η μυγδαλιά. Τα δέντρα δεν ταξιδεύουν ποτέ. Μόνο με τη σκέψη τους αγγίζουν τον ουρανό. Το φεγγάρι τότε πλησίασε και έδωσε ένα τρυφερό φιλί στη μυγδαλιά και χαμηλώνοντας το βλέμμα είπε "σ' αγαπώ".
-Αντίο, αγαπημένε μου, είπε η μυγδαλιά και έγειρε τον κορμό της τόσο πολύ που ακούμπησε στη γη. Τόσο μεγάλη ήταν η λύπη της. Τα πουλιά απόρησαν και έκαναν συμβούλιο για να βρουν έναν τρόπο να γλυκάνουν την καρδιά της.
-Εγώ, είπε ο κότσυφας, θα της τραγουδήσω το πιο ωραίο μου τραγούδι. -Κι εμείς θα τρυπώσουμε στην αγκαλιά της να της σκουπίζουμε τα δάκρυα, είπαν τα αστέρια.
-Εγώ λέω να πάω να φέρω πίσω το φεγγάρι, είπε ο αετός που πετάει πολύ ψηλά.
-Ησυχία, είπε η κουκουβάγια, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα τώρα. Έχω μια ιδέα. Πρέπει όμως να περιμένουμε να ξημερώσει. Τα πουλιά πέταξαν και κάθισαν στα γυμνά κλαδιά της μυγδαλιάς. Κανένα δεν κοιμήθηκε. Είχαν μεγάλη αγωνία και κρυφή χαρά. Προσπαθούσαν να μείνουν σιωπηλά όλη νύχτα, περιμένοντας τον ήλιο να φανεί. Το σχέδιο της κουκουβάγιας ήταν καταπληκτικό, αλλά έπρεπε να το κρατήσουν μυστικό. Ένα μόνο αστέρι, το πιο μικρό, δεν μπορούσε να τη βλέπει έτσι λυπημένη και τρύπωσε στην αγκαλιά της. Πήρε τη φλογέρα του και της σιγοψιθύρισε ένα τραγούδι. "...ταξίδι θα σε πάω μακριά. εκεί που αγαπάς. Μην κλαις και μη λυπάσαι πια, θ'ανθίσεις, θα γελάς..." Μα η μυγδαλιά έκλαιγε απαρηγόρητη. Κανένα τραγούδι δεν μπορούσε να την παρηγορήσει. Ούτε ο άνεμος με τα χάδια του κατάφερε να της γλυκάνει την καρδιά. Σαν απόκαμαν τα δάκρυα, αποκοιμήθηκε. Κι ήταν άραγε στο όνειρό της ή στα αλήθεια, πως τα πουλιά την πήραν στα φτερά τους, τη σήκωσαν ψηλά και την ταξίδεψαν ως τα παλάτια του φεγγαριού. Κι εκείνη άνθισε και χάρισε σε όλα τα πουλιά από ένα ανθάκι της. Κι ο άνεμος πήρε όσα μπουμπούκια ήθελε και τα σκόρπισε σε όλες τις πολιτείες και στα χωριά. Και οι στέγες μπουμπούκιασαν και οι δρόμοι βάφτηκαν στα λευκά. Και στα μαλλιά των κοριτσιών, στο πέτο των γερόντων και στους ώμους των ποιητών φύτρωσαν άνθη της μυγδαλιάς. Τις μέρες τις έπαιρνε ο άνεμος. Κι ο χειμώνας έφτανε στο τέλος του. Μάζευε τα άσπρα του σεντόνια για να δώσει τη θέση του στην άνοιξη. Κάποια πουλιά που άρχισαν να επιστρέφουν από το μακρινό τους ταξίδι, βρίσκονταν μπροστά σε μία έκπληξη. Η μυγδαλιά είχε ανθίσει! Ήταν το μοναδικό δέντρο με άνθη στολισμένο κι ήταν τόσο όμορφη που όλα έτρεξαν να τη γλυκοφιλήσουν και να τις διηγηθούν όλα όσα είχαν δει στις ζεστές χώρες. Από τότε η μυγδαλιά ανθίζει μες στο χειμώνα. Αν ποτέ το βράδυ σηκώσετε τα μάτια ψηλά κατά τον ουρανό και δείτε το φεγγάρι να κοκκινίζει, είναι ίσως γιατί εκείνη την ώρα η μυγδαλιά του χαρίζει τα φιλιά της και το στολίζει με τα άνθη της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου